20/11/09

Διαβόλου πλάκες

Σ' ένα χωριό δίπλα στο δάσος ζούσε ένας καμπούρης. Στο χωριό όλοι τον κορόιδευαν κι έτσι αποφάσισε να πάει να κρυφτεί στο δάσος. Την πρώτη βραδιά συνέβη κάτι συνταρακτικό. Εκεί που καθόταν, δώδεκα η ώρα τα μεσάνυχτα, ακούγονται βροντές κι αρχίζουν να πέφτουν αστραπές και εμφανίζεται μπροστά του ο διάβολος. Φρίκαρε ο καμπούρης και πάγωσε απ' το φόβο του.
-Τι κάνεις εδώ; ,ρωτάει ο διάβολος.
-Μη με πειράξεις διάβολε. Ήρθα να κρυφτώ στο δάσος.
-Και τι κουβαλάς εκεί;
-Δεν κουβαλάω τίποτα. Καμπούρα είναι.
-Καμπούρα; Φέρ' την εδώ.
Παίρνει ο διάολος την καμπούρα, τον κάνει και πιο όμορφο και πιο νέο κι εξαφανίζεται. Πάει κι ο πρώην καμπούρης πίσω στο χωριό τρισευτυχισμένος. Όλοι απορούσαν, τον βλέπει κι ο άσχημος του χωριού και τον ρωτάει πώς την ξεφορτώθηκε.
- Το και το, λέει ο άλλος. Την πήρε ο διάολος.
Το ίδιο βράδυ πάει και ο άσχημος στο δάσος. Δώδεκα η ώρα το βράδυ πάλι βροντές, αστραπές και να σου ο διάβολος. Χέστηκε πάνω του ο άσχημος μόλις τον είδε.
-Τι κάνεις εσύ εδώ; ,ρωτάει ο διάβολος.
-Καλέ μου κύριε διάβολε, μη με πειράξεις. Ήρθα στο δάσος επειδή είμαι κακάσχημος. Τα παιδιά με φοβούνται, οι γυναίκες με αποφεύγουν, οι άντρες με κοροϊδεύουν. Είμαι κουτσός, αλλήθωρος, φαλακρός, έχω μεγάλη μύτη, έχω σπυριά, έχω κρεατοελιές στο πρόσωπο και παντού, έχω στραβά δόντια, έχω τρίχες στην πλάτη και σ' όλο μου το σώμα...
-Φτάνει! Καμπούρα έχεις;
-Όχι.
-Πάρε μία!